Παρνασία

Παρνασία
Παρνασίᾱ , Παρνάσιος
lon
fem nom/voc/acc dual
Παρνασίᾱ , Παρνάσιος
lon
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παρνασίᾳ — Παρνασίᾱͅ , Παρνάσιος lon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασίας — Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem acc pl Παρνασίᾱς , Παρνάσιος lon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασίαν — Παρνασίᾱν , Παρνάσιος lon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμιλόφσκι, Αλόις Βοιτέκ — (Smilovsky). Ψευδώνυμο του Τσέχου διηγηματογράφου Α. Σμιλάουερ (Μλαντά Μπολεσλάβ, Βοημία 1837 Λιτομίσλ, Βοημία 1883). Υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, υπογραμμίζοντας το παρελθόν και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”